- μυξομύκητες ή μυξόφυτα
- Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω στα κατεργασμένα δέρματα, με τη μορφή μεγάλων κηλίδων, λευκών ή με ποικίλες αποχρώσεις. Άλλες φορές, όπως στην περίπτωση της κήλης ή καρκινώματος του λάχανου (πλασμοδιόφορος της βρασσικής), ζουν παρασιτικά μέσα στους ιστούς των φυτών. Όταν οι βιολογικές συνθήκες το επιτρέψουν, το πλασμώδιο αλλάζει μορφή και περιβάλλεται με ένα μεμβρανώδες περίδιο, συχνά έμμισχο, σχηματίζοντας τα καρποσώματα (σποριάγγεια), στο εσωτερικό των οποίων διαμορφώνονται τα σπόρια, που περιβάλλονται από τριχύλια (πλέγματα πλασματικών νημάτων). Τα σπόρια προκαλούν τη γένεση των ζωοσπορίων (μικρές μάζες πρωτοπλάσματος) που είναι εφοδιασμένα με 1 - 4 παλμώδεις βλεφαρίδες· τα ζωοσπόρια ενωμένα ανά δύο, δημιουργούν τις μυξαμοιβάδες, που μετακινούνται με ψευδοπόδια· από τη συσσώρευση ή συγχώνευση των μυξαμοιβάδων προέρχονται τα πλασμώδια. Στην πραγματικότητα, οι μ. είναι μικροοργανισμοί ενδιάμεσοι μεταξύ φυτών και κατώτερων ζώων, άλλοτε μάλιστα τα κατέτασσαν μεταξύ των τελευταίων με το όνομα μυκετόζωα: τα ζωοσπόρια και οι μυξαμοιβάδές βρίσκονται πράγματι πάρα πολύ κοντά στις ζωικές αμοιβάδες, ενώ, αντίθετα, το στάδιο της ωρίμασης των σπορίων είναι παρόμοιο με εκείνο των μικρών μυκήτων.
Dictionary of Greek. 2013.